- στατόν
- στατόςplacedmasc acc sgστατόςplacedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στατός — ή, όν, Α 1. αυτός που έχει σταθεί σε κάποιο σημείο, που δεν κινήθηκε ή δεν κινείται (α. «στατὸν ὕδωρ» στάσιμο νερό, Σοφ. β. «στατὸς ἵππος» ίππος που έχει μείνει για μακρό χρονικό διάστημα μέσα στον στάβλο, Ομ. Ιλ.) 2. αφιερωμένος, ανατεθειμένος… … Dictionary of Greek
κἀπίστατον — ἀπί̱στατον , ἀφίστημι put away imperf ind act 2nd dual (ionic) ἀπίστατον , ἀφίστημι put away pres imperat act 2nd dual (ionic) ἀπίστατον , ἀφίστημι put away pres ind act 3rd dual (ionic) ἀπίστατον , ἀφίστημι put away pres ind act 2nd dual (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναλύσεις, κλινικές — Μορφολογικές, φυσικές, χημικές και βιολογικές εξετάσεις, που γίνονται σε ιστούς, εκκρίματα, απεκκρίματα ή παθολογικά προϊόντα του οργανισμού, με σκοπό να οδηγηθεί ο γιατρός στη σωστή διάγνωση, στον καθορισμό της βαρύτητας και στην παρακολούθηση… … Dictionary of Greek
περίστατον — περίστατος surrounded and admired by the crowd masc/fem acc sg περίστατος surrounded and admired by the crowd neut nom/voc/acc sg περί̱στατον , περιίστημι place round imperf ind act 2nd dual περιίστημι place round pres imperat act 2nd dual… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφίστατον — ἀφί̱στατον , ἀφίστημι put away imperf ind act 2nd dual ἀφίστημι put away pres imperat act 2nd dual ἀφίστημι put away pres ind act 3rd dual ἀφίστημι put away pres ind act 2nd dual ἀφίστημι put away imperf ind act 2nd dual (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίστατον — ἐπί̱στατον , ἐφίστημι set imperf ind act 2nd dual (ionic) ἐφίστημι set pres imperat act 2nd dual (ionic) ἐφίστημι set pres ind act 3rd dual (ionic) ἐφίστημι set pres ind act 2nd dual (ionic) ἐφίστημι set imperf ind act 2nd dual (ionic) ἐπίστατον… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)